- θεμελιωτικός
- -ή, -ό (AM θεμελιωτικός, -ή, -όν) [θεμελιωτής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεμελίωση, αυτός που γίνεται για θεμελίωση («θεμελιωτικά έργα»)μσν.μτφ. βασικός, ουσιώδηςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τό θεμελιωτικόνη δύναμη τής θεμελίωσης.επίρρ...θεμελιωτικώςμε τρόπο που αποσκοπεί στη θεμελίωση.
Dictionary of Greek. 2013.